Του Γ. Ανανδρανιστάκη, γραμμένο τη Μεγάλη Παρασκευή
Σήμερα ζηλεύω τους πιστούς, ακόμη και τους περιστασιακούς, εκείνους που εκκλησιάζονται μόνο στον
Επιτάφιο. Οι ψαλμωδίες, το πάθος, ο θεός που θυσίασε τον γιο του, οι ευωδιές, τα λουλούδια, τα χωριάτικα φεγγάρια, κάτι το ένα, κάτι το άλλο, το φθαρτό σαρκίο του εκκλησιαζόμενου σηκώνεται αίφνης από το έδαφος, αιωρείται πάνω από τα εγκόσμια και προσγειώνεται στο σημείο της απογείωσης, λιγουλάκι ξαλαφρωμένο, λιγουλάκι αλλιώτικο. Το φθαρτό σαρκίο του απίστου, αντιθέτως, το δικό μου υπέρβαρο σαρκίο, ακόμη κι αν έχει συρθεί κακήν κακώς στον Επιτάφιο, παραμένει πεισματικά καρφωμένο στο έδαφος, καθηλωμένο από το βάρος της πεποίθησης ότι όλα τούτα είναι μύθοι. Μύθοι ζωτικοί ενδεχομένως, αλλά μύθοι. Μόνο ό,τι βλέπω, ό,τι ακούω, ό,τι αγγίζω, τα άλλα, το αόρατο, το απόκοσμο, το μυστηριώδες, δεν τα χωράει ο νους μου, ούτε καν αυτή τη «νύχτα γιομάτη θάματα, νύχτα σπαρμένη μάγια».


Ο θεός δεν υπάρχει μεν, παρ' όλα αυτά είναι τόσο πανάγαθος, που μεριμνά ακόμη και για τους άθεους. Κάπως έτσι βρέθηκα και εγώ τη Μεγάλη Τετάρτη στον κήπο του Μουσείου Λαϊκών Οργάνων στην Πλάκα, για να ακούσω τον Δημήτρη Καταλειφό να διαβάζει το «Τραγούδι της Φώκιας», το «Έρως Ήρως» και την «Παιδική Πασχαλιά» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Κάτι τα αριστουργήματα του Σκιαθίτη, αριστουργήματα πραγματικά και όχι από αυτά των δημοσίων σχέσεων -αριστούργημα, χρυσέ μου, αριστούργημα!- κάτι η εξαίσια ανάγνωση του Καταλειφού, κάτι ο μαγικός κήπος του Μουσείου, κάτι ο Παρθενώνας που ξεπρόβαλλε στο βάθος, έπαθα ο δυστυχής στα καλά καθούμενα ό,τι παθαίνουν οι πιστοί την ώρα του Επιτάφιου: Το παχουλό σαρκίο μου σηκώθηκε αίφνης από το έδαφος και άρχισε να αιωρείται πάνω από τις κεφαλές των θαμώνων, που αν έκαναν το λάθος να κοιτάξουν προς τα πάνω, θα αντίκριζαν θέαμα που δεν το ξεχνάς ούτε με πενήντα ψυχιατρικές συνεδρίες.

Το βροντερό χειροκρότημα της αυλαίας με επανέφερε άρδην στα γήινα και οι ευάριθμες οκάδες της σάρκας μου προσγειώθηκαν στην καρέκλα απαλά - απαλά, σαν πούπουλο κύκνου που προσγειώνεται ανέμελα στη λίμνη. Ήμουν ευτυχής ως παιδίον, που θα έλεγε κι ο Παπαδιαμάντης. Ευτυχής από τη μεθυστική εμπειρία της πτήσης, ευτυχής όμως και από τη γνώση ότι η μέθη μου οφείλεται σε έργα ανθρώπων. Στην ιδιοφυΐα του συγγραφέα, στο ταλέντο του ηθοποιού, στον αρχιτέκτονα που σχεδίασε τον υπέροχο κήπο, στους γλύπτες του Παρθενώνα. Άνθρωποι σαν και εμένα, εντάξει, λίγο καλύτεροι από εμένα, αλλά πάντως άνθρωποι. Ούτε άγιοι, ούτε άγγελοι, ούτε δαίμονες, προπαντός κανένας θεός που θυσιάζει τον γιο του, για να με σώσει. Αν είναι ένας πατέρας να θυσιάσει τον γιο του για μένα, καλύτερα να πνιγώ στις αμαρτίες μου.
Καλή μας ανάσταση.


left.gr